Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουγάϊος
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
Βούδειον
βουδεψήϊον
Βουδῖνοι
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
View word page
βούγλωσσος
sole
ShortDef
sole
Debugging
Headword:
βούγλωσσος
Headword (normalized):
βούγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
βουγλωσσος
IDX:
17658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17659
Key:
Data
{'content': 'sole'}