Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουγάϊος
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
Βούδειον
View word page
βουβωνιάω
to suffer from swellings in the groin

ShortDef

to suffer from swellings in the groin

Debugging

Headword:
βουβωνιάω
Headword (normalized):
βουβωνιάω
Headword (normalized/stripped):
βουβωνιαω
IDX:
17650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17651
Key:

Data

{'content': 'to suffer from swellings in the groin'}