Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βούβαστις
βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουγάϊος
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
View word page
βουβωνιασκόπος
one who treats

ShortDef

one who treats

Debugging

Headword:
βουβωνιασκόπος
Headword (normalized):
βουβωνιασκόπος
Headword (normalized/stripped):
βουβωνιασκοπος
IDX:
17649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17650
Key:

Data

{'content': 'one who treats'}