Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βούβαλις
βούβαλος
Βουβαστεῖον
Βουβάστια
Βούβαστις
βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
View word page
βούβοτος
grazed by cattle
ShortDef
grazed by cattle
Debugging
Headword:
βούβοτος
Headword (normalized):
βούβοτος
Headword (normalized/stripped):
βουβοτος
IDX:
17645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17646
Key:
Data
{'content': 'grazed by cattle'}