Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουβάλειος
βουβάλια
βούβαλις
βούβαλος
Βουβαστεῖον
Βουβάστια
Βούβαστις
βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
βουβωνίσκος
βουβωνοειδής
βουβωνοκήλη
View word page
βουβότας
giving pasturage for oxen
ShortDef
giving pasturage for oxen
Debugging
Headword:
βουβότας
Headword (normalized):
βουβότας
Headword (normalized/stripped):
βουβοτας
IDX:
17643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17644
Key:
Data
{'content': 'giving pasturage for oxen'}