Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοττικός
βουαγόρ
Βουάνοι
βουβάλειος
βουβάλια
βούβαλις
βούβαλος
Βουβαστεῖον
Βουβάστια
Βούβαστις
βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
βουβότης
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιακός
βουβωνιασκόπος
βουβωνιάω
View word page
βούβαστις
groin

ShortDef

Egyptian goddess
groin

Debugging

Headword:
βούβαστις
Headword (normalized):
βούβαστις
Headword (normalized/stripped):
βουβαστις
IDX:
17640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17641
Key:

Data

{'content': 'groin'}