Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βότρυς
Βότρυς
βότρυχος
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
Βοττία
Βοττιαῖος
Βοττικός
βουαγόρ
Βουάνοι
βουβάλειος
βουβάλια
βούβαλις
βούβαλος
Βουβαστεῖον
Βουβάστια
Βούβαστις
βούβαστις
βουβῆτις
βουβόσιον
βουβότας
View word page
βουβάλειος
of an antelope
ShortDef
of an antelope
Debugging
Headword:
βουβάλειος
Headword (normalized):
βουβάλειος
Headword (normalized/stripped):
βουβαλειος
IDX:
17633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17634
Key:
Data
{'content': 'of an antelope'}