Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
βοτρυόεις
βοτρυόκοσμος
βότρυον
βοτρυόομαι
βοτρυόπαις
βοτρυοσταγής
βοτρυοστέφανος
βοτρυοφορέω
βοτρυοχαίτης
βότρυς
Βότρυς
βότρυχος
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
Βοττία
View word page
βοτρυόπαις
grape-born, child of the grape; bearing grapes

ShortDef

grape-born, child of the grape; bearing grapes

Debugging

Headword:
βοτρυόπαις
Headword (normalized):
βοτρυόπαις
Headword (normalized/stripped):
βοτρυοπαις
IDX:
17618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17619
Key:

Data

{'content': 'grape-born, child of the grape; bearing grapes'}