Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
βοτρυόεις
βοτρυόκοσμος
βότρυον
βοτρυόομαι
βοτρυόπαις
View word page
βοτρυηρός
of the grape kind

ShortDef

of the grape kind

Debugging

Headword:
βοτρυηρός
Headword (normalized):
βοτρυηρός
Headword (normalized/stripped):
βοτρυηρος
IDX:
17608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17609
Key:

Data

{'content': 'of the grape kind'}