Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
βοτρυόεις
View word page
βοτόν
a beast

ShortDef

a beast

Debugging

Headword:
βοτόν
Headword (normalized):
βοτόν
Headword (normalized/stripped):
βοτον
IDX:
17604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17605
Key:

Data

{'content': 'a beast'}