Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
βοτρυόδωρος
βοτρυοειδής
View word page
βότις
fish
ShortDef
fish
Debugging
Headword:
βότις
Headword (normalized):
βότις
Headword (normalized/stripped):
βοτις
IDX:
17603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17604
Key:
Data
{'content': 'fish'}