Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
βοτρυΐτης
View word page
βοτήρ
a herdsman, herd

ShortDef

a herdsman, herd

Debugging

Headword:
βοτήρ
Headword (normalized):
βοτήρ
Headword (normalized/stripped):
βοτηρ
IDX:
17601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17602
Key:

Data

{'content': 'a herdsman, herd'}