Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
βοτρυηρός
βοτρυηφόρος
βοτρύϊος
View word page
βότειος
of a sheep
ShortDef
of a sheep
Debugging
Headword:
βότειος
Headword (normalized):
βότειος
Headword (normalized/stripped):
βοτειος
IDX:
17600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17601
Key:
Data
{'content': 'of a sheep'}