Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
βοτρυδόν
View word page
βοτανολογία
weeding
ShortDef
weeding
Debugging
Headword:
βοτανολογία
Headword (normalized):
βοτανολογία
Headword (normalized/stripped):
βοτανολογια
IDX:
17597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17598
Key:
Data
{'content': 'weeding'}