Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
βοτρύδιον
View word page
βοτανολογέω
gather herbs

ShortDef

gather herbs

Debugging

Headword:
βοτανολογέω
Headword (normalized):
βοτανολογέω
Headword (normalized/stripped):
βοτανολογεω
IDX:
17596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17597
Key:

Data

{'content': 'gather herbs'}