Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
βοτόν
βοτρεύς
View word page
βοτανισμός
weeding
ShortDef
weeding
Debugging
Headword:
βοτανισμός
Headword (normalized):
βοτανισμός
Headword (normalized/stripped):
βοτανισμος
IDX:
17595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17596
Key:
Data
{'content': 'weeding'}