Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
βοτηρικός
βότις
View word page
βοτανίζω
root up weeds
ShortDef
root up weeds
Debugging
Headword:
βοτανίζω
Headword (normalized):
βοτανίζω
Headword (normalized/stripped):
βοτανιζω
IDX:
17593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17594
Key:
Data
{'content': 'root up weeds'}