Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
βοτήρ
View word page
βοτανηφάγος
herbivorous
ShortDef
herbivorous
Debugging
Headword:
βοτανηφάγος
Headword (normalized):
βοτανηφάγος
Headword (normalized/stripped):
βοτανηφαγος
IDX:
17591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17592
Key:
Data
{'content': 'herbivorous'}