Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
βότειος
View word page
βοτάνηθεν
from the pasture

ShortDef

from the pasture

Debugging

Headword:
βοτάνηθεν
Headword (normalized):
βοτάνηθεν
Headword (normalized/stripped):
βοτανηθεν
IDX:
17590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17591
Key:

Data

{'content': 'from the pasture'}