Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
βοτανώδης
View word page
βοτάνη
grass, fodder

ShortDef

grass, fodder

Debugging

Headword:
βοτάνη
Headword (normalized):
βοτάνη
Headword (normalized/stripped):
βοτανη
IDX:
17589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17590
Key:

Data

{'content': 'grass, fodder'}