Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
βοτανολόγος
View word page
βοτάνα
pasture

ShortDef

pasture

Debugging

Headword:
βοτάνα
Headword (normalized):
βοτάνα
Headword (normalized/stripped):
βοτανα
IDX:
17588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17589
Key:

Data

{'content': 'pasture'}