Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
βοτανολογία
View word page
βοτάμια
pastures, meadows

ShortDef

pastures, meadows

Debugging

Headword:
βοτάμια
Headword (normalized):
βοτάμια
Headword (normalized/stripped):
βοταμια
IDX:
17587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17588
Key:

Data

{'content': 'pastures, meadows'}