Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
βοτανολογέω
View word page
βοστρυχώδης
curly

ShortDef

curly

Debugging

Headword:
βοστρυχώδης
Headword (normalized):
βοστρυχώδης
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχωδης
IDX:
17586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17587
Key:

Data

{'content': 'curly'}