Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
βοτανισμός
View word page
βόστρυχος
a curl
ShortDef
a curl
Debugging
Headword:
βόστρυχος
Headword (normalized):
βόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχος
IDX:
17585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17586
Key:
Data
{'content': 'a curl'}