Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
βοτανίζω
βοτανικός
View word page
βοστρυχοειδής
curly
ShortDef
curly
Debugging
Headword:
βοστρυχοειδής
Headword (normalized):
βοστρυχοειδής
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχοειδης
IDX:
17584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17585
Key:
Data
{'content': 'curly'}