Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
βοτανηφόρος
View word page
βοστρύχιον
vine-tendril
ShortDef
vine-tendril
Debugging
Headword:
βοστρύχιον
Headword (normalized):
βοστρύχιον
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχιον
IDX:
17582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17583
Key:
Data
{'content': 'vine-tendril'}