Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
βοστρυχοειδής
βόστρυχος
βοστρυχώδης
βοτάμια
βοτάνα
βοτάνη
βοτάνηθεν
βοτανηφάγος
View word page
βοστρυχίζω
curl
ShortDef
curl
Debugging
Headword:
βοστρυχίζω
Headword (normalized):
βοστρυχίζω
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχιζω
IDX:
17581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17582
Key:
Data
{'content': 'curl'}