Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
βοστρυχίτης
View word page
βόσκω
to feed, tend

ShortDef

to feed, tend

Debugging

Headword:
βόσκω
Headword (normalized):
βόσκω
Headword (normalized/stripped):
βοσκω
IDX:
17573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17574
Key:

Data

{'content': 'to feed, tend'}