Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
βοστρυχηδόν
βοστρυχίζω
βοστρύχιον
View word page
βοσκός
a herdsman

ShortDef

a herdsman

Debugging

Headword:
βοσκός
Headword (normalized):
βοσκός
Headword (normalized/stripped):
βοσκος
IDX:
17572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17573
Key:

Data

{'content': 'a herdsman'}