Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
βόσπορος
View word page
βόσκησις
feeding, pasture
ShortDef
feeding, pasture
Debugging
Headword:
βόσκησις
Headword (normalized):
βόσκησις
Headword (normalized/stripped):
βοσκησις
IDX:
17569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17570
Key:
Data
{'content': 'feeding, pasture'}