Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βορρόλιψ
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
Βόσπορος
View word page
βοσκηματώδης
brutish, bestial

ShortDef

brutish, bestial

Debugging

Headword:
βοσκηματώδης
Headword (normalized):
βοσκηματώδης
Headword (normalized/stripped):
βοσκηματωδης
IDX:
17568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17569
Key:

Data

{'content': 'brutish, bestial'}