Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βορραπηλιώτης
βορρόλιψ
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
Βοσπορίτης
View word page
βόσκημα
that which is fed
ShortDef
that which is fed
Debugging
Headword:
βόσκημα
Headword (normalized):
βόσκημα
Headword (normalized/stripped):
βοσκημα
IDX:
17567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17568
Key:
Data
{'content': 'that which is fed'}