Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βορός2
Βορραπηλιώτης
βορρόλιψ
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
βόσμορον
Βοσπορανοί
Βοσπόριος
View word page
βοσκή
fodder, food

ShortDef

fodder, food

Debugging

Headword:
βοσκή
Headword (normalized):
βοσκή
Headword (normalized/stripped):
βοσκη
IDX:
17566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17567
Key:

Data

{'content': 'fodder, food'}