Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βορηϊάς
βοροποιός
βορός
βορός2
Βορραπηλιώτης
βορρόλιψ
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
βοσκητέον
βοσκήτωρ
βοσκός
βόσκω
View word page
βοσκάδιος
foddered, fatted
ShortDef
foddered, fatted
Debugging
Headword:
βοσκάδιος
Headword (normalized):
βοσκάδιος
Headword (normalized/stripped):
βοσκαδιος
IDX:
17563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17564
Key:
Data
{'content': 'foddered, fatted'}