Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βορέηνδε
Βορέης
βόρειος
βορεύω
Βορηϊάς
βοροποιός
βορός
βορός2
Βορραπηλιώτης
βορρόλιψ
βόρυες
Βορυσθένης
Βορυσθενίτης
βόσις
βοσκάδιος
βοσκάς
βοσκεών
βοσκή
βόσκημα
βοσκηματώδης
βόσκησις
View word page
βόρυες
wild animal, perhaps antilopes

ShortDef

wild animal, perhaps antilopes

Debugging

Headword:
βόρυες
Headword (normalized):
βόρυες
Headword (normalized/stripped):
βορυες
IDX:
17559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17560
Key:

Data

{'content': 'wild animal, perhaps antilopes'}