Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβύλα
Βορεάδης
Βορεάς
Βορέας
Βορεασμός
Βορέηθεν
View word page
βορβοροτάραξις
a mud-stirrer, mudlark

ShortDef

a mud-stirrer, mudlark

Debugging

Headword:
βορβοροτάραξις
Headword (normalized):
βορβοροτάραξις
Headword (normalized/stripped):
βορβοροταραξις
IDX:
17538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17539
Key:

Data

{'content': 'a mud-stirrer, mudlark'}