Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβύλα
Βορεάδης
Βορεάς
Βορέας
Βορεασμός
View word page
βόρβορος
mud, mire

ShortDef

mud, mire

Debugging

Headword:
βόρβορος
Headword (normalized):
βόρβορος
Headword (normalized/stripped):
βορβορος
IDX:
17537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17538
Key:

Data

{'content': 'mud, mire'}