Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
βορβύλα
Βορεάδης
Βορεάς
Βορέας
View word page
βορβορόπη
filthily lewd
ShortDef
filthily lewd
Debugging
Headword:
βορβορόπη
Headword (normalized):
βορβορόπη
Headword (normalized/stripped):
βορβοροπη
IDX:
17536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17537
Key:
Data
{'content': 'filthily lewd'}