Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
βορβορόω
βορβορυγμός
βορβορώδης
View word page
βοράω
eat

ShortDef

eat

Debugging

Headword:
βοράω
Headword (normalized):
βοράω
Headword (normalized/stripped):
βοραω
IDX:
17532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17533
Key:

Data

{'content': 'eat'}