Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβοροφόρβα
View word page
βορά
eatage, meat

ShortDef

eatage, meat

Debugging

Headword:
βορά
Headword (normalized):
βορά
Headword (normalized/stripped):
βορα
IDX:
17529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17530
Key:

Data

{'content': 'eatage, meat'}