Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἀθραγένη
ἀθράνευτος
ἄθραυστος
ἄθρεπτος
ἀθρέω
ἀθρήματα
ἀθρήνητος
ἀθρηνί
ἀθρητέον
ἀθρίγγωτος
ἄθριξ
ἀθριπήδεστος
View word page
ἀθράνευτος
uncushioned
ShortDef
uncushioned
Debugging
Headword:
ἀθράνευτος
Headword (normalized):
ἀθράνευτος
Headword (normalized/stripped):
αθρανευτος
IDX:
1752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1753
Key:
Data
{'content': 'uncushioned'}