Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
βορβοροκοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβοροτάραξις
View word page
βοόω
change into an ox
ShortDef
change into an ox
Debugging
Headword:
βοόω
Headword (normalized):
βοόω
Headword (normalized/stripped):
βοοω
IDX:
17528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17529
Key:
Data
{'content': 'change into an ox'}