Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
βορβορόθυμος
View word page
βοοσσόος
driving oxen wild
ShortDef
driving oxen wild
Debugging
Headword:
βοοσσόος
Headword (normalized):
βοοσσόος
Headword (normalized/stripped):
βοοσσοος
IDX:
17524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17525
Key:
Data
{'content': 'driving oxen wild'}