Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
βορβορίζω
View word page
βοοσκόπος
looking after oxen

ShortDef

looking after oxen

Debugging

Headword:
βοοσκόπος
Headword (normalized):
βοοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
βοοσκοπος
IDX:
17523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17524
Key:

Data

{'content': 'looking after oxen'}