Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
βορά
βόρασσος
βόρατον
βοράω
View word page
βοοπρόσωπος
ox-faced
ShortDef
ox-faced
Debugging
Headword:
βοοπρόσωπος
Headword (normalized):
βοοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
βοοπροσωπος
IDX:
17522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17523
Key:
Data
{'content': 'ox-faced'}