Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
βοόω
View word page
βοόκραιρος
ox-horned

ShortDef

ox-horned

Debugging

Headword:
βοόκραιρος
Headword (normalized):
βοόκραιρος
Headword (normalized/stripped):
βοοκραιρος
IDX:
17518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17519
Key:

Data

{'content': 'ox-horned'}