Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
βοοσφαγία
View word page
βοοκλόπος
ox-stealing

ShortDef

ox-stealing

Debugging

Headword:
βοοκλόπος
Headword (normalized):
βοοκλόπος
Headword (normalized/stripped):
βοοκλοπος
IDX:
17517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17518
Key:

Data

{'content': 'ox-stealing'}