Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
βοόστολος
View word page
βόοκλεψ
stealer of oxen
ShortDef
stealer of oxen
Debugging
Headword:
βόοκλεψ
Headword (normalized):
βόοκλεψ
Headword (normalized/stripped):
βοοκλεψ
IDX:
17516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17517
Key:
Data
{'content': 'stealer of oxen'}