Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
βοοσκόπος
βοοσσόος
βοόστικτος
View word page
βοοθύτης
slaver of oxen

ShortDef

slaver of oxen

Debugging

Headword:
βοοθύτης
Headword (normalized):
βοοθύτης
Headword (normalized/stripped):
βοοθυτης
IDX:
17515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17516
Key:

Data

{'content': 'slaver of oxen'}