Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοόκτιτος
βοονόμος
βοοπρόσωπος
View word page
βοοβοσκός
herdsman
ShortDef
herdsman
Debugging
Headword:
βοοβοσκός
Headword (normalized):
βοοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
βοοβοσκος
IDX:
17512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17513
Key:
Data
{'content': 'herdsman'}